- σκαλίδρα
- η, Νζωολ. γενική κοινή ονομασία τών παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τών γενών calidris και limicola, που απαντούν σε παράκτιους, συνήθως, υγροτόπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκαλίδρις*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοντροσκαλίδρα — η, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τής σκαλίδρας Calibris canutus. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + σκαλίδρα] … Dictionary of Greek